ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΙΑ ΤΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΑ

Η επιτροπή διαπίστωσε τον άναρχο τρόπο με τον οποίο αναπτύχθηκαν τα μεταπτυχιακά, με άξονα κυρίως τα δίδακτρα. Σκοπός είναι η εξυγίανση και ο εξορθολογισμός του συστήματος, η κατοχύρωση της ποιότητας, και η προσαρμοσμένη στις ανάγκες του πανεπιστημίου ανταποδοτικότητα των μεταπτυχιακών. Χωρίς να έχει καταλήξει ακόμη σε μια απόφαση, η επιτροπή προσανατολίστηκε προς τη διάκριση ανάμεσα στα ακαδημαϊκά/ερευνητικά και στα μεταπτυχιακά επαγγελματικής μόρφωσης. Και τα δύο είδη ΠΜΣ θα απονέμουν Μεταπτυχιακό Δίπλωμα, το οποίο θα είναι μεν διαφορετικών κατευθύνσεων (ερευνητικά ή επαγγελματικής μόρφωσης), αλλά παρόμοιας ποιότητας και ακαδημαϊκής αξίας.
• 1) Τα ακαδημαϊκά/ερευνητικά θα καταλήγουν σε Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Επιστημονικής Εμβάθυνσης και
• 2) τα μεταπτυχιακά εκπαίδευσης ή επαγγελματικής μόρφωσης θα καταλήγουν σε Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Επιστημονικής Ειδίκευσης.

Και στα δύο είδη ΠΜΣ η εκπόνηση/συγγραφή μεταπτυχιακής διπλωματικής εργασίας να είναι υποχρεωτική για τη λήψη του μεταπτυχιακού διπλώματος, ως ένα κριτήριο ακαδημαϊκότητας. Στα ακαδημαϊκά/ερευνητικά ΠΜΣ, όπου κυρίαρχος στόχος είναι η παραγωγή νέας γνώσης, η ΜΔΕ να περιλαμβάνει οπωσδήποτε πρωτογενή ερευνητικά δεδομένα. Στα μεταπτυχιακά εκπαίδευσης ή επαγγελματικής μόρφωσης, όπου βασικότερος στόχος είναι η εφαρμογή της νέας γνώσης και η ανάπτυξη, ωστόσο μέσα σε ένα ολοκληρωμένο θεωρητικό και πρακτικό πλαίσιο ανάπτυξης γνώσεων και δεξιοτήτων εφαρμογής, η ΜΔΕ μπορεί εναλλακτικά να συνίσταται σε μια εκτενή βιβλιογραφική ανασκόπηση ή μετα-ανάλυση σε κάποιο θέμα του επιστημονικού πεδίου/γνωστικού αντικειμένου.

Ως προς τα δίδακτρα, τα ακαδημαϊκά/ερευνητικά ΠΜΣ προσφέρονται δωρεάν, καθώς η έρευνα αποτελεί εθνική στρατηγική και προτεραιότητα. Για τα ακαδημαϊκά/ερευνητικά ΠΜΣ δεν προβλέπεται αμοιβή διδασκόντων. Τα ΠΜΣ εκπαίδευσης ή επαγγελματικής μόρφωσης, στοχεύουν στην περαιτέρω επαγγελματική εξειδίκευση και ανάπτυξη, και δύναται να προσφέρονται με δίδακτρα, αυστηρά προϋπολογισμένα ανάλογα με τις λειτουργικές και άλλες ανάγκες του ΠΜΣ. Προβλέπεται ανώτατη αμοιβή διδασκόντων που έχουν μόνιμη σχέση εργασίας στο δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα, που δεν μπορεί να ξεπερνά ένα ποσοστό επί των συνολικών τους αποδοχών. Η έννοια της ακαδημαϊκής ανταποδοτικότητας σημαίνει ότι ένα σημαντικό μέρος των εσόδων του ΠΜΣ επιστρέφει στους φοιτητές και στις δομές του Τμήματος του ΑΕΙ μέσω ακαδημαϊκών δράσεων. Αυτές μεταξύ των άλλων περιλαμβάνουν υποτροφίες για τους οικονομικά ασθενέστερους φοιτητές, έξοδα παραγωγής και διάχυσης των αποτελεσμάτων της έρευνας, αναλώσιμα εργαστηριακά υλικά για την έρευνα στο πλαίσιο του ΠΜΣ και των μεταπτυχιακών εργασιών των φοιτητών, κάλυψη εξόδων δημοσίευσης σε περιοδικό ή ανακοίνωσης σε συνέδριο που προκύπτει από τη μεταπτυχιακή εργασία του φοιτητή, κτλ.

Η επιτροπή προσανατολίζεται σε ένα ανώτατο αριθμό μεταπτυχιακών προγραμμάτων ανά τμήμα, ανάλογα με τον αριθμό διδασκόντων του τμήματος ή/και των τομέων του τμήματος (διδάσκοντες με συναφές επιστημονικό έργο και γνωστικό αντικείμενο) και με την προϋπόθεση ο τομέας να έχει έναν ελάχιστο κρίσιμο αριθμό/κρίσιμη μάζα μελών. Απαιτείται τουλάχιστον το 50% του προσωπικού ενός τμήματος να μπορεί να υποστηρίξει ένα μεταπτυχιακό στο πλαίσιο των καθηκόντων του. Το 25% των διδασκόντων μπορεί να προέρχεται από άλλα τμήματα ομοταγών Ιδρυμάτων της ημεδαπής ή αλλοδαπής. Για το υπόλοιπο 25% να υπάρχει η δυνατότητα αμειβόμενης, εάν είναι δυνατόν, διδασκαλίας μαθημάτων ή εργαστηρίων/σεμιναρίων από μεταδιδάκτορες νέους επιστήμονες. Όρος για να ιδρυθεί ΠΜΣ με δίδακτρα, είναι να λειτουργεί στο τμήμα ένα τουλάχιστον ΠΜΣ αντίστοιχου γνωστικού αντικειμένου χωρίς δίδακτρα. Το 25% των εσόδων από τα ΠΜΣ με δίδακτρα θα αποδίδεται για την κάλυψη λειτουργικών εξόδων των δωρεάν ακαδημαϊκών/ερευνητικών ΠΜΣ του οικείου τμήματος ή του ιδρύματος που αφορούν το ΠΜΣ. Αναλογία μαθημάτων στο ΠΜΣ που πραγματοποιούνται από απόσταση και δια ζώσης (π.χ. τα μαθήματα που διδάσκονται από απόσταση δεν μπορούν να ξεπερνούν το 50% των μαθημάτων του ΠΜΣ). Δε δύναται να ιδρυθούν διακρατικά ΠΜΣ με ιδιωτικά ή μη ιδρύματα του εξωτερικού που δεν αναγνωρίζονται από το ΔΟΑΤΑΠ. Όσα τυχόν υπάρχουν, είτε προσαρμόζονται στις ισχύουσες διατάξεις είτε καταργούνται. Η έγκριση για ίδρυση νέου ΠΜΣ να γίνεται από τη σύγκλητο με ευρεία πλειοψηφία μετά από αίτημα του οικείου τμήματος/σχολής. Τα μέλη ΔΕΠ και ΕΠ δεν επιτρέπεται να απασχολούνται αποκλειστικά σε ΠΜΣ χωρίς να διδάσκουν σε προπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών (ΠΠΣ). Για τα μέλη ΔΕΠ και ΕΠ που διδάσκουν σε αμειβόμενα ΠΜΣ άλλης χώρας απαιτείται άδεια από το οικείο τμήμα.
Αμοιβές διδασκόντων. Για τα ακαδημαϊκά/ερευνητικά ΠΜΣ δεν προβλέπεται αμοιβή διδασκόντων. Για τα ΠΜΣ εκπαίδευσης ή επαγγελματικής μόρφωσης προβλέπεται ανώτατη αμοιβή διδασκόντων που έχουν μόνιμη σχέση εργασίας στο δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα, η οποία δεν μπορεί να ξεπερνά το 20% επί των συνολικών αποδοχών τους.

Η διαχείριση των εσόδων των ΠΜΣ γίνεται από τον Ειδικό Λογαριασμό Κονδυλίων Έρευνας (Ε.Λ.Κ.Ε.) . Όλα τα ΠΜΣ κάθε 3 χρόνια να περνούν από διαδικασία αξιολόγησης και πιστοποίησης από την ΑΔΙΠ ή άλλη Αρχή με βάση ακαδημαϊκά κριτήρια, αυτοτελώς και ανεξάρτητα από την αξιολόγηση του τμήματος.

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΝΙΑΙΟ ΧΩΡΟ ΑΕΙ-ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Καρπός των εργασιών της Επιτροπής ήταν το κείμενο για τη δημιουργία Ενιαίου Χώρου της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και της έρευνας. Πρόκειται για ένα άρτιο και ώριμο κείμενο το οποίο αποσκοπεί στο να αναμορφώσει το χάρτη της Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και έρευνας. Προτείνεται η δημιουργία ενός Εθνικού Ιδρύματος Έρευνας και Καινοτομίας που θα είναι επιφορτισμένο με την ενίσχυση της έρευνας στα ερευνητικά και τα ακαδημαϊκά ιδρύματα, καθώς και με τη διασύνδεσή τους με την υγιή, καινοτόμο επιχειρηματικότητα και θα εισαγάγει μια ολιστική προσέγγιση όσον αφορά τα εργαλεία που είναι απαραίτητα για τη χρηματοδότηση της «αλυσίδας της καινοτομίας», από τη βασική έρευνα ως την αξιοποίηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων (σχεδιασμός, δημιουργία, και εφαρμογή εργαλείων χρηματοδότησης από εθνικά κεφάλαια και δάνεια). Η διοίκησή του θα είναι ανεξάρτητη από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία και να εγγυάται αξιόπιστες, αδιάβλητες και διαφανείς διαδικασίες αξιολόγησης των ερευνητικών προτάσεων. Με αυτόν τον τρόπο, τόσο το χρηματοδοτικό σχήμα όσο και ο προγραμματισμός των δράσεών του θα είναι πολύ πιο ευέλικτα, ιδιαίτερα μάλιστα αν το Ίδρυμα λειτουργεί με καθεστώς ΝΠΙΔ. Οι δημόσιοι πόροι του Ιδρύματος θα προέρχονται κυρίως από το ΠΔΕ και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Προτείνεται να θεσμοθετηθεί είτε η πλήρως απελευθερωμένη οριζόντια κινητικότητα (μετακίνηση ερευνητών των ΕΚ προς ΑΕΙ και αντίστροφα μετά από χαρτογράφηση των αναγκών και αξιολογικές κρίσεις) είτε η διπλή ιδιότητα (καθεστώς οργανικής και μακροπρόθεσμης συνεργασίας, με 3ετή δέσμευση και δυνατότητα ανανέωσης, προκειμένου περί «ζευγών» που περιλαμβάνουν ένα πανεπιστημιακό Τμήμα και ένα συγκεκριμένο Ερευνητικό Ινστιτούτο). Μέτρα που θα μπορούσαν να βοηθήσουν προς αυτή την κατεύθυνση είναι οι διευκολύνσεις στους κανόνες χρηματοδότησης των συνεργατικών ερευνητικών προγραμμάτων, η ακαδημαϊκή αναβάθμιση και -αν οι συνθήκες το επιτρέπουν- η χορήγηση πρόσθετων αμοιβών (σε όσους εμπλέκονται). Επισημαίνεται ότι η υλοποίηση της οριζόντιας κινητικότητας και της διπλής ιδιότητας είναι άμεσα εφαρμόσιμα μέτρα, αλλά για να εξασφαλισθεί η δυνατότητα ελεύθερης μετακίνησης από το ένα είδος ιδρυμάτων στο άλλο θα πρέπει να υπάρξει συνταγματική πρόνοια. Με αυτά τα δεδομένα, θα ήταν σκόπιμο σε πρώτη φάση να υιοθετηθεί το καθεστώς της διπλής ιδιότητας και σε δεύτερο χρόνο η ελεύθερη μετακίνηση προσωπικού μεταξύ διαφορετικών μονάδων. Προτείνεται επίσης η ίδρυση Εικονικών Ινστιτούτων (virtual institutes), που περιλαμβάνουν θεματικά συγγενείς ομάδες σε ΑΕΙ και ΕΚ, ανεξάρτητα από γεωγραφική περιοχή. Πρώτον, δεν προϋποθέτει νέες υποδομές και μετακινήσεις (αφού προϋποθέτει μόνο δια-δικτυακή επικοινωνία) και άρα εξοικονομεί πόρους· δεύτερον, η στενή συνεργασία ανάμεσα σε διαφορετικές ερευνητικές ομάδες που έχουν κοινά ενδιαφέροντα ενδυναμώνει την έρευνα που διεξάγεται σε διάφορους ερευνητικούς «κόμβους», την αναβαθμίζει και εξουδετερώνει τη γεωγραφική απομόνωση· τρίτον, η συνεργασία αυτού του τύπου δημιουργεί κρίσιμες μάζες που μπορούν σε δεύτερο χρόνο να διεκδικήσουν με αξιώσεις ανταγωνιστική χρηματοδότηση. Ο ρόλος των Εικονικών Ινστιτούτων θα μπορούσε να είναι καταλυτικός στην προώθηση της συνεργατικής έρευνας, εξασφαλίζοντας διεπιστημονικές συνεργασίες σε όλο το φάσμα της επιστήμης και (προς)καλώντας σε συνεχή αλληλεπίδραση την ερευνητική κοινότητα. Ένας άλλος σημαντικός ρόλος τους θα μπορούσε να είναι η ενημέρωση-εκπαίδευση του ευρύτερου κοινού μέσω άτυπων προγραμμάτων και συμμετοχής σε δημόσιες εκδηλώσεις. Απαραίτητη προϋπόθεση για να επιτύχει ο νέος θεσμός είναι η πρόνοια για μια στοιχειώδη διοικητική δομή που θα ρυθμίζει τις δραστηριότητες του κάθε Ινστιτούτου (π.χ., μια ολιγομελής επιστημονική επιτροπή).

• Άμεσα Μέτρα: Ορισμένα από τα μέτρα που προτείνονται (ανοιχτή πρόσβαση) είναι άμεσα υλοποιήσιμα και δεν έχουν οικονομική επιβάρυνση. Ωστόσο, η ανάπτυξη νέων υποδομών χρειάζεται νέα κονδύλια από ευρωπαϊκούς ή ιδιωτικούς φορείς. Σε ό,τι αφορά στο επενδυτικό σκέλος, η Πολιτεία, σε συνεργασία με το αντίστοιχο ερευνητικό οικοσύστημα, διαμορφώνει τώρα το κύριο πλαίσιο χρηματοδότησης των Ερευνητικών Υποδομών, κατ’ αντιστοιχία με τις πρακτικές που εφαρμόζονται στην Ε.Ε. (ειδικότερα δε, στο πλαίσιο υλοποίησης του εθνικού Οδικού Χάρτη με τον Ηorizon 2020). Ειδικότερα, εξετάζεται, στη βάση της προτεραιοποίησης που έχει γίνει, η πολιτική πρόσβασης στην υποδομή, με βάση την αντίστοιχη διακυβέρνηση από τους φορείς υλοποίησης και λειτουργίας, με τρόπο τέτοιο ώστε να υπάρχουν στοιχεία βιωσιμότητας, αλλά και τα αναμενόμενα κοινωνικο-οικονομικά οφέλη.
• Η ανάπτυξη και η ανοιχτή πρόσβαση σε εθνικές υποδομές θα πρέπει να αποτυπωθεί άμεσα στους Εσωτερικούς Κανονισμούς των ΕΚ και των ΑΕΙ. Ένα πλήρες Μητρώο Ερευνητικών Υποδομών και Υποδομών Καινοτομίας όπου θα αποτυπώνονται όλα τα δομικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά τους, η επενδυτική ροή καθώς και ο τρόπος πρόσβασης και χρήσης, αποτελεί σημαντική παράμετρο επιτυχίας του όλου εγχειρήματος. Επίσης, κρίνεται σημαντική η παράλληλη και συμπληρωματική ως προς τις ερευνητικές υποδομές σύσταση Εργαστηρίων-Μονάδων Παροχής Υπηρεσιών ή άλλων υποδομών καινοτομίας (π.χ. competence centres, άλλων τύπων τεχνολογικών υποδομών) που εξυπηρετούν το ερευνητικό, ακαδημαϊκό και επιχειρηματικό οικοσύστημα σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο.
• Αναμόρφωση του Χάρτη της Ανώτατης Εκπαίδευσης: Σύμφωνα με την έκθεση, καταγράφονται αρκετά δομικά προβλήματα. Υπάρχουν ΤΕΙ που δεν αντέχουν σε κανένα είδος αξιολόγηση και δεν ικανοποιούν καμία γνωσιακή ανάγκη ή ανάγκη της αγοράς˙ παρουσιάζεται το φαινόμενο πανεπιστημιακά τμήματα να βρίσκονται διασκορπισμένα και σε ικανή απόσταση το ένα από το άλλο˙ υπάρχουν, τέλος, «υπό συγκρότηση» Ινστιτούτα σε παραμεθόριες περιοχές να αναζητούν έναν ρόλο. Ιδιαίτερα στη σφαίρα των βιοϊατρικών επιστημών εμφανίζεται διπλασιασμός και τριπλασιασμός της ίδιας θεματικής περιοχής.
• Επισημαίνεται ότι χρειάζονται απαραιτήτως μέτρα που αντιμετωπίζουν τον κατακερματισμό, τις αλληλεπικαλύψεις και την πολυτυπία των κανόνων διοίκησης ανάμεσα στα ΑΕΙ και τα ΕΚ. Μείζονα θέματα προς αντιμετώπιση είναι καταρχήν η επαναξιολόγηση και η ποιοτική αναβάθμιση των ΤΕΙ, καθώς και η αντιμετώπιση του γεωγραφικού κατακερματισμού των Πανεπιστημίων. Αυτά όμως τα θέματα συναρτώνται με πολλά άλλα, όπως το ζήτημα της τεχνικής εκπαίδευσης στο σύνολό της, το ζητούμενο της περιφερειακής ανάπτυξης, το πρόβλημα της ανεργίας των νέων και το κόστος για τη de novo δημιουργία υποδομών, που χρειάζονται προσεκτική μελέτη. Σε βραχυ-μεσοπρόθεσμη βάση, εκσεσημασμένα προβλήματα (όπως π.χ., η λειτουργία ΤΕΙ που προσελκύουν ελάχιστους φοιτητές ή ταυτίζονται θεματικά με αντίστοιχα πανεπιστημιακά Τμήματα) πρέπει να αντιμετωπισθούν με ένα πρόγραμμα λελογισμένων συγχωνεύσεων ή/και οριζόντιας μετακίνησης προσωπικού. Ένα πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση θα ήταν η εθελοντική συγχώνευση ομοειδών/ομολόγων μονάδων (προσοχή: δεν αναφερόμαστε εδώ σε συγχωνεύσεις Πανεπιστημίων-ΤΕΙ). Για τα Πανεπιστήμια, το ελάχιστο που θα έπρεπε να προωθηθεί άμεσα είναι η ενοποίηση ομοειδών Τμημάτων που βρίσκονται σε ιδρύματα της ίδιας γεωγραφικής ζώνης, αλλά ανήκουν σε διαφορετικά ιδρύματα. Σε ό,τι αφορά τα ΕΚ, ένα πολύ σημαντικό βήμα θα αποτελούσε η θεσμοθέτηση ενός ενιαίου διοικητικού καθεστώτος στα ΕΚ που θα συμβάλει στον εκσυγχρονισμό του πλαισίου της εσωτερικής λειτουργίας τους και ταυτόχρονα στη δημιουργία ενός ενιαίου περιβάλλοντος στο χώρο της έρευνας. Τα ΕΚ, κατά αντιστοιχία προς το διοικητικό καθεστώς των ΑΕΙ, θα μπορούσαν να προσαρμοσθούν σε ένα μοντέλο διαχείρισης όπου το επιστημονικό προσωπικό, οι εργαζόμενοι και οι απασχολούμενοι μεταπτυχιακοί και μεταδιδακτορικοί υπότροφοι θα έχουν έναν σημαντικότερο ρόλο.
• Η πορεία αναδιάρθρωσης της ανώτατης Εκπαίδευσης θα πρέπει να είναι συναινετική: α) οι όποιες αναδιαρθρώσεις θα πρέπει να εγγυώνται τα εργασιακά δικαιώματα του προσωπικού, β) η ομογενοποίηση και ο εξορθολογισμός των κανόνων θα πρέπει να γίνει με την προοπτική της περαιτέρω ανάπτυξης των υπαρχουσών θεματικών και την εξασφάλιση της ποιότητας. Το Όργανο της Γενικής Συνέλευσης θα πρέπει να θεσμοθετηθεί άμεσα σε όλα ανεξαιρέτως τα ΕΚ, κατά το πρότυπο των ΑΕΙ. Θα πρέπει επίσης να εξετασθεί αν θα ήταν πιο πρόσφορο η εκλογή Διευθυντή στα ΕΚ να γίνεται από το σύνολο των ερευνητών, ή τουλάχιστον να επικυρώνεται από τη Γενική τους Συνέλευση. Βαθμιαία, το «διευθυντο-κεντρικό» μοντέλο διοίκησης των ΕΚ θα πρέπει να αντικατασταθεί από ένα πιο συμμετοχικό πρότυπο, με διακριτές τις καθαρά διοικητικές ευθύνες και τις ευθύνες στο σχεδιασμό ερευνητικής πολιτικής. Τέλος, ένα μέτρο που πρέπει να ληφθεί άμεσα είναι η ένταξη και η λειτουργία των Ινστιτούτων της Ακαδημίας υπό την εποπτεία της ΓΓΕΤ.

• Οδικός χάρτης
– Να υιοθετηθεί από την αρχή η λογική του πιλοτικού προγράμματος, δηλαδή ενός συνόλου μέτρων που θα δοκιμασθούν για 3-5 χρόνια, για να αξιολογηθούν κατόπιν και να κριθεί η αποτελεσματικότητά τους στην πράξη.
– Να μην εξαντληθεί η μεταρρυθμιστική προσπάθεια σε «άτυπες» δράσεις, «συνεννοήσεις», ή ρυθμίσεις με ασαφή νομοθετική διατύπωση.
– Να εξασφαλισθεί η μέγιστη δυνατή συναίνεση της ακαδημαϊκής και της ερευνητικής κοινότητας, αλλά να μη καταλήξει η διαβούλευση για τον Ενιαίο Χώρο ένας «συνδικαλιστικού τύπου» ανταγωνισμός.
– Να στηριχθούν τα προς υλοποίηση μέτρα σε ακριβή ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία και να προηγηθεί η μελέτη της σκοπιμότητάς τους.