Το υπουργείο Παιδείας απαγορεύει στους καθηγητές να αμείβονται πλέον από τη συμμετοχή τους στα μεταπτυχιακά προγράμματα πανεπιστημίων. Ουσιαστικά, η αριστερή (όπως η ίδια δηλώνει) κυβέρνηση της χώρας ζητεί από τους ιδιώτες (νέοι πτυχιούχοι αλλά και στελέχη επιχειρήσεων) να καλύψουν –μέσω των διδάκτρων που καταβάλλουν στα μεταπτυχιακά προγράμματα– τη συνεχώς μειούμενη κρατική χρηματοδότηση προς τη δημόσια και δωρεάν τριτοβάθμια εκπαίδευση της χώρας. Και αυτό, διότι τα έσοδα από τα δίδακτρα θα διατίθενται για την κάλυψη λειτουργικών αναγκών των ΑΕΙ, τις οποίες οφείλει να καλύπτει το κράτος. Ωστόσο, με την ίδια απόφαση το υπουργείο Παιδείας καταδικάζει τα πανεπιστήμια στο τέλμα της μετριότητας ενώ φέρνει ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που επιδιώκει: πλήττει την ανταγωνιστικότητα των μεταπτυχιακών προγραμμάτων, και άρα τα έσοδά τους, καθώς ποιο στέλεχος επιχειρήσεων, ποιος πτυχιούχος θα επιλέξει να πληρώσει αδρά μεταπτυχιακές σπουδές εάν αυτές δεν βασίζονται σε πανεπιστημιακούς αναγνωρισμένους, με περγαμηνές και «πιστοποίηση» από ελληνικά δημόσια και ξένα πανεπιστήμια; Το ίδιο νομοσχέδιο, στην τελευταία του εκδοχή (6.6) που κυκλοφόρησε χθες, έχει διατάξεις κατά της αριστείας και της αξιοκρατίας: παύει την απαγόρευση ένας καθηγητής να έχει την ακαδημαϊκή διαδρομή του στο ίδιο –ένα και μοναδικό– ΑΕΙ, ενώ καταργεί την υποχρέωση για τουλάχιστον 13 εβδομάδες μάθημα!
Ασυμβίβαστα
Ειδικότερα, ο νόμος 4009 του 2011 στο άρθρο 24 παρουσιάζει τα ασυμβίβαστα των πανεπιστημιακών. Στους καθηγητές απαγορεύονται τρεις δραστηριότητες: 1) να απασχολούνται σε ιδιωτικό φορέα παροχής εκπαιδευτικών ή ερευνητικών υπηρεσιών, 2) να μετέχουν σε εταιρείες οι οποίες έχουν εμπορικές δραστηριότητες και συναλλαγές (π.χ. με εκπόνηση μελετών προγραμμάτων, εκτέλεση υπηρεσιών), 3) να κατέχουν πλην εξαιρέσεων άλλη μόνιμη θέση στον δημόσιο τομέα. Το νομοσχέδιο που παρουσίασε η νυν ηγεσία του υπουργείου στο άρθρο 9 (παράγραφος 16) αναφέρει: «Οι πανεπιστημιακοί απαγορεύεται να λαμβάνουν οποιασδήποτε φύσεως και μορφής αμοιβές από τη συμμετοχή τους σε προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών».
Η απόφαση του υπουργού Παιδείας Νίκου Φίλη και της αρμόδιας για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, αναπληρώτριάς του, Σίας Αναγνωστοπούλου, πρέπει να ερμηνευθεί ως μέσο εύρεσης πόρων για τα ΑΕΙ από τον ιδιωτικό τομέα (π.χ. δίδακτρα) υπό το πρίσμα της μείωσης της κρατικής χρηματοδότησης των ΑΕΙ/ΤΕΙ. Με το ισχύον σύστημα, από το συνολικό ποσό των διδάκτρων των μεταπτυχιακών προγραμμάτων, το 15% δίνεται στον Ειδικό Λογαριασμό Κονδυλίων Ερευνας (ΕΛΚΕ) του πανεπιστημίου και το 85% κατανέμεται στην κάλυψη των λειτουργικών εξόδων του μεταπτυχιακού προγράμματος και στους μισθούς των διδασκόντων σε αυτό. Σε άλλη διάταξη του ίδιου νομοσχεδίου Φίλη-Αναγνωστοπούλου, αυξάνεται –από 40% σε 50%– το ποσοστό των λειτουργικών εξόδων που μπορεί να καλυφθούν από τον ΕΛΚΕ στον οποίο εισέρχονται τα χρήματα που παίρνουν πανεπιστημιακοί από ερευνητικές τους δραστηριότητες, έργα, μεταπτυχιακά κ.λπ.
«Είναι αφελής τρόπος ενίσχυσης των πανεπιστημίων εκ μέρους της κυβέρνησης, διότι τα μεταπτυχιακά βασίζονται στο ισχυρό ανθρώπινο προσωπικό των ΑΕΙ. Οι άνθρωποι της κυβέρνησης δεν κατανοούν ότι οι προσοντούχοι οφείλουν να αμείβονται», παρατηρεί, μιλώντας στην «Κ», η αναπληρώτρια καθηγήτρια του Παν. Αθηνών Ευγενία Μπουρνόβα. «Ενα από τα βασικά κριτήρια για την ποιότητα των μεταπτυχιακών σπουδών είναι τα βιογραφικά των διδασκόντων τους. Πώς θα προσελκύσουμε τους καλύτερους στην Ελλάδα;», προσθέτει ο Χρήστος Ταραντίλης, καθηγητής του Οικονομικού Παν. Αθηνών. Και τονίζει: «Η απόφαση του υπουργείου είναι ακόμη μία εφαρμογή του εξισωτισμού όλων προς τη μετριότητα».
kathimerini.gr