Οι πανελλαδικές εξετάσεις έθεταν πάντα ένα πολύ συγκεκριμένο μαθησιακό επίπεδο ως κατώφλι για την εισαγωγή σε μια σχολή και αυτό είναι άκρως αναγκαίο και προαπαιτούμενο για την παρακολούθηση, την επιτυχή φοίτηση και την απόκτηση ενός πτυχίου. Μπορεί να αναιρεθεί αυτή η προϋπόθεση που δεν έχει μόνο μια ισχυρή διαχρονική παρουσία στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας μας αλλά και σε κάθε ορθολογικό εκπαιδευτικό σύστημα του Δυτικού – και όχι μόνο – Κόσμου;
Φυσικά και όχι. Αλλά ας δούμε τι «βαθυστόχαστο» και «ρηξικέλευθο» μας λέει ο πρόεδρος της Επιτροπής Διαλόγου για την παιδεία, Α. Λιάκος. «Τα προαπαιτούμενα για την εισαγωγή στις σχολές υψηλής ζήτησης πάντως δεν θα είναι κριτήρια που θα οδηγούν σε φροντιστήρια ούτε θα έχουν να κάνουν με προηγούμενη γνώση… Δεν είναι καν απαραίτητο κάποιος που επιθυμεί να σπουδάσει Ιατρική να έχει τελειώσει πρακτικής κατεύθυνσης λύκειο ούτε ο φοιτητής της Φιλοσοφικής να έχει τελειώσει κλασικές σπουδές… Έχω γνωρίσει παιδιά που έρχονται από μαθηματικά και κάνουν εξαιρετικές σπουδές Ιστορίας και παιδιά από θεωρητικές σπουδές με καλές επιδόσεις στην πληροφορική».
Και μόνο η τελευταία αναφορά των προσωπικών περιπτώσεων δεν μπορεί παρά να μας προβληματίζει για το βάθος της επιστημονικής μεθοδολογίας του. Αλλά ας μη μείνουμε στην απόπειρα των φτηνών εντυπώσεων και ας θέσουμε ένα απλό ερώτημα. Αν ένας φοιτητής της σχολής της δεύτερης ταχύτητας των μη πανελλαδικών εξετάσεων δεν έχει αποκτήσει ένα επαρκές επιστημονικό υπόβαθρο στα σχετικά με τις σπουδές μαθήματα– υπόβαθρο που έχει τεθεί από την πολιτεία μετά από προτάσεις των πανεπιστημίων -, θα μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της σχολής ή μήπως η εν λόγω σχολή θα πρέπει να καλύψει και τις γνώσεις που έπρεπε να έχει από το λύκειο;
Και αν μέχρι σήμερα έχουμε ένα σοβαρό ποσοστό εγκατάλειψης των σπουδών που υπερβαίνει το 25%, η εξέλιξή του δεν θα είναι αυξητική αν εφαρμοστεί εισαγωγή στις σχολές χαμηλής ζήτησης χωρίς κάποιες εξετάσεις; Υπάρχει και συνέχεια. Είναι γνωστό ότι τα πανεπιστήμια δεν έχουν όλα την ίδια δυναμική, αν και τα πτυχία τους στη χώρα μας έχουν την ίδια «αναφορά» στην αγορά εργασίας. Αλλά αν κάθε πανεπιστήμιο αποφασίζει την εισαγωγή με τα δικά του κριτήρια και με δεδομένο ότι οι σχολές εκείνες που σήμερα φυτοζωούν θα επιδιώξουν τη μαζικοποίησή τους ή έστω την ενίσχυσή τους με κριτήρια καθαρά ωφελιμιστικά και συντεχνιακά – διευκολύνοντας και την εισαγωγή και τις σπουδές -, δεν θα έχουμε μια σοβαρή αμφισβήτηση της ισχύος των πτυχίων; Και έτι περαιτέρω, το πανεπιστήμιο ή η Σχολή θα κάνουν κάποιες δικές τους εξετάσεις, επί ποίου μαθησιακού πεδίου, ποιος θα εξετάζει και πώς θα διασφαλίζεται η διαφάνεια και η αντικειμενικότητα του νέου συστήματος – που δεν είναι αμελητέοι παράγοντες -, αφού θα αναιρεθούν όλα τα σημερινά στοιχεία εγγύησής των;
Σε μια τέτοια περίπτωση, θέλω να πιστεύω ότι όλες οι Σχολές και τα Τμήματα του ίδιου γνωστικού πεδίου θα έχουν τον ίδιο τρόπο εισαγωγής δηλαδή το Μαθηματικό της Σάμου, για παράδειγμα, θα έχει τα ίδια κριτήρια με το Μαθηματικό της Αθήνας. Πέραν τούτου, θα είναι κριτήριο ο βαθμός του λυκείου με τις ενδοσχολικές εξετάσεις όπου τα «εικοσάρια» των ιδιωτικών σχολείων – και όχι μόνο – «θα δίνουν και θα παίρνουν» ή θα δαπανάται το πρώτο έτος σπουδών για να γίνεται ξεκαθάρισμα με τα συνοδευτικά στοιχεία της συναλλαγής και των καταλήψεων; Όλο αυτό το σκηνικό ενώ φαίνεται να διευκολύνει ποσοτικά έτι περαιτέρω την εισαγωγή στα πανεπιστήμιο, σε μια ενδεχόμενη εφαρμογή του θα αποθαρρύνει τη ζήτηση για πανεπιστημιακές σπουδές, ακριβώς γιατί κανένας δεν θα διασφαλίζει ούτε την αντικειμενικότητα του συστήματος ούτε και την προοπτική των σπουδών.
Γιατί ποια μπορεί να είναι η συνέχεια αυτού του εκτρώματος; Τα πτυχία από μια τέτοια τεμαχισμένη και μη ορθολογικά διαμορφωμένη διαδικασία τελικά δεν θα έχουν καμιά αξία. Η αποσάθρωση των απαιτήσεων των σπουδών θα οδηγήσει αρχικά σε μια μεγαλύτερη των σημερινών επιπέδων μαζικοποίηση των πτυχίων αλλά με παράλληλη υποβάθμιση των μορφωτικών εφοδίων των πτυχιούχων. Και σε μια πρώτη φάση θα λειτουργήσει δελεαστικά το όλο σύστημα αλλά στη συνέχεια διαπιστώνοντας το μάταιο της όλης προσπάθειας – που τελικά θα υπονομεύει αυτό που υποτίθεται ότι θα δίνει πιο εύκολα – θα οδηγήσει νομοτελειακά στην απομαζικοποίηση του συστήματος πρόσβασης και στην αποθάρρυνση για πανεπιστημιακές σπουδές. Συμπερασματικά, η «ελεύθερη πρόσβαση» θα υπονομεύσει και την ποιότητα του περιεχομένου των σπουδών και τη μαζική εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
filologikos-istotopos.gr Νίκος Τσούλιας