Της Χαράς Καλημέρη
«Ασπίδα» απέναντι στην οικονομική κρίση αποτελούν οι ακαδημαϊκοί τίτλοι σπουδών. Έρευνα του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης (ΕΚΤ) καταδεικνύει ότι η συντριπτική πλειονότητα -94,8%- των Ελλήνων κατόχων διδακτορικού τίτλου είναι εργαζόμενοι. Ωστόσο, συγκριτικά με τις άλλες χώρες, η Ελλάδα παρουσιάζει το υψηλότερο ποσοστό -3,5%- άνεργων διδακτόρων, το οποίο εκτοξεύεται στο 12,2% για τους νέους κάτω των 35 ετών.
Η Ελλάδα διαθέτει μεγάλο αριθμό εξειδικευμένου δυναμικού υψηλών προσόντων που μπορεί να συνεισφέρει στην ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα: αντιστοιχούν 7,3 διδάκτορες ανά 1.000 άτομα οικονομικά ενεργού πληθυσμού, κατατάσσοντας τη χώρα στην 9η θέση ανάμεσα σε άλλες 22. Οι περισσότεροι διδάκτορες εργάζονται σήμερα στον δημόσιο τομέα (κυρίως Πανεπιστήμια και ΤΕΙ), ενώ μόλις ένα μικρό ποσοστό αυτών -8,7%- απασχολείται στις επιχειρήσεις.
Τα παραπάνω συμπεράσματα περιλαμβάνονται στη νέα μελέτη του ΕΚΤ με τίτλο «Οι διδάκτορες στην Ελλάδα: σταδιοδρομία και κινητικότητα» που υλοποιήθηκε στο πλαίσιο της έρευνας του ΟΟΣΑ «International Survey on Careers of DoctorateHolders-CDH» με στόχο την καταγραφή της σταδιοδρομίας και κινητικότητας των κατόχων διδακτορικού τίτλου διεθνώς. Το ΕΚΤ, ως φορέας παραγωγής των επίσημων εθνικών στατιστικών για την Έρευνα, Ανάπτυξη, Τεχνολογία και Καινοτομία και φορέας τήρησης του Εθνικού Αρχείου Διδακτορικών Διατριβών, συμμετείχε στην έρευνα CDH που πραγματοποιήθηκε, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, την περίοδο Δεκέμβριος 2014 - Ιανουάριος 2015 με έτος αναφοράς το 2013. Ο συνολικός αριθμός των Ελλήνων διδακτόρων που πληρούσαν τα κριτήρια της έρευνας ανέρχεται σε 35.457 (εκ των οποίων 13.793 είναι γυναίκες) με το μεγαλύτερο ποσοστό να ανήκει στην ηλικιακή ομάδα 35-54 ετών.
«Παρότι το εθνικό Ερευνητικό, Αναπτυξιακό και Καινοτομικό Σύστημα (ΕΤΑΚ) αντιμετωπίζει μια σειρά αδυναμίες, το ελληνικό έμψυχο ερευνητικό δυναμικό διαχρονικά καταγράφεται ως ένα από τα ισχυρά μας σημεία, με την Ελλάδα να ξεπερνά χώρες με πολύ πιο αναπτυγμένα συστήματα ΕΤΑΚ», τονίζει στην «ΗτΣ» η διευθύντρια του ΕΚΤ, Δρ Εύη Σαχίνη. Σχετικά με το φαινόμενο της «διαρροής εγκεφάλων» από τη χώρα μας προς άλλες, η κ. Σαχίνη επισημαίνει ότι παρότι η κινητικότητα είναι εγγενές χαρακτηριστικό του έμψυχου δυναμικού για την απόκτηση περαιτέρω δεξιοτήτων, στην ελληνική περίπτωση, υπάρχει ο κίνδυνος αυτή η κινητικότητα να αποκτήσει μόνιμα χαρακτηριστικά φυγόκεντρης κατεύθυνσης.
Ειδικότερα, τα βασικά σημεία της έρευνας καταδεικνύουν τα εξής:
Ανεργία: Το 2013, η πλειονότητα των Ελλήνων κατόχων διδακτορικού, σε ποσοστό 94,8%, είναι εργαζόμενοι (μισθωτοί ή αυτοαπασχολούμενοι). Ωστόσο, συγκριτικά με τις άλλες χώρες, η Ελλάδα παρουσιάζει το υψηλότερο ποσοστό διδακτόρων (3,5%) σε κατάσταση ανεργίας. Βεβαίως, το ποσοστό αυτό είναι σχετικά μικρό σε σχέση με τη συνολική ανεργία που φθάνει το 25%. Τα μεγαλύτερα ποσοστά ανεργίας καταγράφονται στα επιστημονικά πεδία «Ανθρωπιστικές Επιστήμες» (5,7%), «Γεωργικές Επιστήμες» (5,6%) και «Φυσικές Επιστήμες» (4,3%). Το ποσοστό ανεργίας είναι μικρότερο στους άνδρες (3,0%) από ό,τι στις γυναίκες (4,3%). Όσον αφορά την ηλικία, το μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας (12,2%) καταγράφεται στους διδάκτορες κάτω των 35 ετών. Το ποσοστό ανεργίας αυξάνεται κατακόρυφα για όσους απέκτησαν τον διδακτορικό τίτλο τα έτη 2013 και 2014, φθάνοντας σε ποσοστά 10,0% και 13,4% αντίστοιχα.
Απασχόληση: Οι εργαζόμενοι διδάκτορες απασχολούνται κυρίως με σχέση μισθωτής εργασίας πλήρους απασχόλησης, σε ποσοστό 84,1%. Με αυτοαπασχόληση εργάζεται το 12,0%, ενώ με μισθωτή εργασία μερικής απασχόλησης το 3,8%. Στους νεότερους διδάκτορες, κάτω των 35 ετών, καταγράφονται τα μεγαλύτερα ποσοστά αυτοαπασχόλησης (28,6%) και μερικής απασχόλησης (10,0%). Το μεγαλύτερο ποσοστό (56,9%) των εργαζομένων διδακτόρων συγκεντρώνεται στον τομέα της τριτοβάθμιας και μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Στον δημόσιο τομέα εργάζεται το 20,6% των διδακτόρων ενώ το 8,7% απασχολείται στις επιχειρήσεις. Το κυριότερο επάγγελμα, με ποσοστό 45,6% στους εργαζόμενους διδάκτορες, αφορά την εκπαίδευση. Ακολουθούν, με ποσοστό 20,6%, τα επαγγέλματα στον τομέα των επιστημών και της μηχανικής και με ποσοστό 17,1% τα επαγγέλματα στον χώρο της υγείας.
Συνάφεια με σπουδές: Οι διδάκτορες δηλώνουν, σε ποσοστό 58,4%, ότι η εργασία τους έχει άμεση συσχέτιση με το αντικείμενο των διδακτορικών τους σπουδών. Ωστόσο, σε ποσοστό 31,8% η εργασία τους έχει μερική συσχέτιση και σε ποσοστό 9,8% καμία συσχέτιση με τις σπουδές τους. Σε ποσοστό 77,2%, δηλώνουν ότι είναι πλήρως (17,1%) ή μερικά (60,1%) ικανοποιημένοι από την απασχόλησή τους. Οι κυριότεροι παράγοντες ικανοποίησης σχετίζονται με την «κοινωνική συνεισφορά», την «τοποθεσία εργασίας» και τον «βαθμό υπευθυνότητας». Στον αντίποδα, οι χαμηλότεροι βαθμοί ικανοποίησης αφορούν την οικονομική αποζημίωση, σε «μισθό» και «επιδόματα».
Αλλαγή καριέρας: Στην Ελλάδα περίπου τέσσερις στους δέκα διδάκτορες (ποσοστό 37,1%) έχουν αλλάξει απασχόληση τη δεκαετία 2004 - 2013. Με βάση το ποσοστό αυτό η χώρα μας βρίσκεται στην τέταρτη θέση μετά την Πολωνία, την Ολλανδία και το Ισραήλ. Ο τομέας της τριτοβάθμιας και μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι, με μεγάλη διαφορά, ο δημοφιλέστερος τομέας προορισμού για τους διδάκτορες που άλλαξαν απασχόληση.
Κινητικότητα: Η Ελλάδα έχει από τα μεγαλύτερα ποσοστά κινητικότητας -18,9%- για τη δεκαετία Ιανουάριος 2004-Δεκέμβριος 2013 και βρίσκεται στην 5η θέση, μετά τη Μάλτα, την Ουγγαρία, την Ισπανία και την Πορτογαλία. Οι βασικοί λόγοι κινητικότητας των Ελλήνων διδακτόρων σχετίζονται είτε με την ερευνητική τους δραστηριότητα (εκπόνηση ή συνέχεια των διδακτορικών σπουδών, δημιουργία ερευνητικής ομάδας), σε ποσοστό 38,0%, είτε με την καριέρα τους (αναζήτηση/εύρεση εργασίας, μεταδιδακτορική έρευνα), σε ποσοστό 28,1%.